ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

“Το Ιστορικό της Ανέγερσης του Ναού της Ανάληψης Κορωπίου” • Γιάννη Η. Πρόφη (Λαογράφου - Ζωγράφου- Συγγραφέα) - Από τα Πρακτικά της Ζ´ Επιστημονικής Συνάντησης Ν.Α Αττικής (Κορωπί 20-10-1995)

Σε απόσταση μικρότερη των 300 μ. από την κεντρική πλατεία του Κορωπίου, στα δεξιά της κεντρικής οδού που οδηγεί προς Μαρκόπουλο, βρίσκεται ο μνημειώδης ναός της Ανάληψης του Χριστού, που αποτελεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο έργο των κατοίκων του χωριού του 19ου αιώνα.
 
Έγγραφα στοιχεία σχετικά με την ανέγερση του ναού δεν υπάρχουν, ή τουλάχιστον δεν είναι γνωστά, πλην του πίνακα των πρωτεργατών και συνδρομητών και μιας σημείωσης, που υπάρχει σε λευκή σελίδα Αγίας Γραφής, για τα οποία γίνεται λόγος πιο κάτω. Ας σημειωθεί ότι το παλαιότερο έγγραφο που υπάρχει στο αρχείο του ναού έχει ημερομηνία του έτους 1906 (50 σχεδόν χρόνια μετά την ανέγερση), ενώ η προφορική σχετική παράδοση στα τέλη του 20ού αιώνα είναι εξαιρετικά πενιχρή, σχεδόν ανύπαρκτη.
 
Ήταν επομένως ευτύχημα που ο Κορωπιώτης κτηματίας, αείμνηστος Παναγιώτης Ανδρέα Δήμας (1900-1988) διέσωσε τις σημειώσεις του την παράδοση, που υπήρχε ακόμη αρκετά ζωντανή στη 10ετία του 1950. Τις σημειώσεις αυτές μου τις εμπιστεύθηκε ευχαρίστως η κόρη του Ελένη και ο σύζυγός της Γιάννης Β. Πρίφτης. Βάσει των σημειώσεων και μετά από συμπληρωματική έρευνα και διασταύρωση στοιχείων που έκανα ο ίδιος, μπορούμε να έχουμε σήμερα μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα του ιστορικού της ανέγερσης του ναού. Οπωσδήποτε όμως συνέβαλε σ' αυτό και ο αείμνηστος προϊστάμενος του ναού, πανοσιολογιότατος αρχιμανδρίτης κ. Μελέτιος Ράντος ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εργασία μου, μου έδωσε όσες πληροφορίες γνώριζε και γενικά μου παρέσχε κάθε διευκόλυνση στην έρευνα.
 
“Το Τάμα.”
 
Η οικοδόμηση μιας πολύ μεγάλης εκκλησίας στο Κορωπί ήταν υπόσχεση («Τάμα») των κατοίκων του και ιδιαίτερα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που είχε γίνει προς τον Σωτήρα Χριστό κατά τη διάρκεια του αγώνα, με την προσδοκία ότι θα βοηθούσε στην απελευθέρωση της πατρίδας. Και εφόσον η προσδοκία πραγματοποιήθηκε, απέμεινε η εκπλήρωση του Τάματος. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί ναι μεν είχε κερδηθεί η λευτεριά, αλλά στη μικρή Ελλάδα οι καπνοί του πολέμου και τα ερείπια ήσαν ακόμα νωπά. Η οικονομική κατάσταση στο Kορωπί, όπως και σ’ όλη την απελευθερωμένη χώρα, ήταν άθλια. Φτώχεια και δυστυχία παντού. Πανάθλιες κατοικίες, λιγοστές σοδειές, λιγοστό ψωμί, δημόσια έργα μηδέν. Στο Κορωπί υπήρχε μια περιορισμένης έκτασης κτηνοτροφία και υποτυπώδης γεωργία. Οι μεγάλοι αμπελώνες και ελαιώνες δημιουργήθηκαν μετά το 1860. Είναι επομένως απόλυτα κατανοητό το ότι το τόσο δαπανηρό αυτό έργο δεν άρχισε αμέσως μετά την απελευθέρωση, αλλά μετά από 30 περίπου χρόνια (1858). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις χρονολογίες που οικοδομήθηκαν οι μεγάλες εκκλησίες του νέου ελληνικού κράτους, διαπιστώνουμε ότι η εκπλήρωση του Τάματος στο Κορωπί (ανάλογα Τάματα είχαν γίνει και σε άλλες πόλεις και χωριά της Ελλάδας), δεν άργησε καθόλου να πραγματοποιηθεί. Παραθέτω παραδείγματα για σύγκριση, σημειώνοντας σε παρένθεση τη χρονολογία
θεμελίωσης και τη χρονολογία εγκαινίων: Αθήνα: Άγιος Γεώργιος Καρύκης («Καρύτσης») (1845-1850)
Αθήνα: Μητρόπολη (1853-1859)
Κορωπί: Ανάληψη του Χριστού (1858-1864) Μαρκόπουλο: Άγιος Ιωάννης (1885-1904) Κερατέα: Άγιος Δημήτριος (1900-1906) Παιανία: Ζωοδόχος Πηγή (1902-1907)
 
“Η Τοποθεσία.”
 
Πριν αρχίσει η οικοδόμηση έπρεπε να επιλεγεί η τοποθεσία. Ομόφωνη ήταν η επιθυμία των κατοίκων να ανεγερθεί ο ναός στην κεντρική πλατεία, η οποία βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της κεντρικής οδού, ώστε να δεσπόζει στο χώρο, πράγμα που θα της προσέδιδε επιπρόσθετη μεγαλοπρέπεια. Ο διαθέσιμος όμως χώρος ήταν εκεί πολύ περιορισμένος, σε σχέση με τον απαιτούμενο και οι ενέργειες για παραχώρηση επιπλέον έκτασης από τα οικόπεδα των περιοίκων δεν καρποφόρησαν. Στο αδιέξοδο που δημιουγήθηκε έδωσε λύση ο Μήτρος Μερκούρης (1807 1873), αγωνιστής της Επανάστασης και μετέπειτα Δήμαρχος, ο οποίος δώρησε την έκταση των 2.030 πήχεων, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός. Ας σημειωθεί ότι την έκταση αυτή ο Μήτρος Μερκούρης την είχε ήδη παραχωρήσει «δια λόγου» στον γιό του Γιώργη Μερκούρη (μετέπειτα ιερέα), που ήταν κι αυτός σύμφωνος για τη δωρεά. Η νόμιμη κυριότητα ανήκε πάντως στον Μήτρο Μερκούρη, γι' αυτό στο συμβολαιογραφικό έγγραφο της δωρεάς, όπως είναι φυσικό, εμφανίζεται αυτός ως δωρητής. Η πράξη της δωρεάς έγινε στις 9 Μαρτίου 1858 στην Κοροπή (μέχρι το 1900 περίπου το Κορωπί στα διάφορα ορθογραφημένα κείμενα, όπως εν προκειμένω, γράφεται Κοροπή, γένους θηλυκού, με την παραπάνω ορθογραφία). Συμβολαιογράφος ήταν ο Ιωάννης Γ. Λάσκαρης, ο οποίος ήρθε επί τούτου στο Κορωπί, ίσως διότι ο Μ. Μερκούρης ήταν ασθενής. Το έγγραφο φέρει αριθμό 5419 και υπεγράφη από τους μάρτυρες Ιωάννη Ν. Βάσση, παντοπώλη, κάτοικο Αθηνών και Εμμανουήλ Μαντό, παντοπώλη, κάτοικο Κοροπής. Η δωρεά έγινε προς την Κοινότητα Κοροπής, υπό τον όρο ότι θα χρησιμοποιείτο για την ανέγερση της εκκλησίας.
Η λύση αυτή έγινε τελικά αποδεκτή και εκάμφθησαν οι αντιρρήσεις πολλών, που θεωρούσαν ότι το οικόπεδο βρισκόταν σε απόκεντρο σημείο του Κορωπιού. Και δεν είχαν άδικο, αφού από το σημείο του οικοπέδου μέχρι το τελευταίο σπίτι της κεντρικής οδού μεσολαβούσαν τότε μόνο 5-6 αραιοχτισμένα σπίτια!
 
“Το Σχέδιο του Ναού και η Επώνυμη Αφιέρωση.”
 
Η δωρεά του οικοπέδου έγινε μεν στις 9-3-1858, τυπικά, στην πραγματικότητα όμως είχε γίνει πολύ προηγουμένως. Επομένως πριν από την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή Συνιδιοκτησίας που υπαγόταν στην Κοινότητα Κοροπής, ανέθεσε στους πιο ονομαστούς αρχιτέκτονες - εργολάβους της εποχής Κωνσταντή και Μαρινάκη, να εκπονήσουν το σχέδιο της εκκλησίας, με την εντολή να σχεδιάσουν ναό πολύ μεγάλων διαστάσεων. Οι αρχιτέκτοντες αυτοί («μαστόροι») κατά τη λαϊκή ονομασία και «τέκτονες» κατά τη λόγια) εξεπλάγησαν όταν άκουσαν να τους ζητούν να σχεδιάσουν ένα τόσο πελώριο ναό. «Με τις 300 οικογένειες που έχει το Κορωπί, είπαν, είναι αδύνατον να μπορέσετε να ανταποκριθείτε στην τεράστια δαπάνη που θα απαιτηθεί». Τους συνεβούλευσαν λοιπόν να αρκεστούν σε μικρότερο ναό. Οι Κορωπιώτες όμως ήσαν ανυποχώρητοι: «Κάνετε όπως σας λέμε, είπαν, κι εμείς με τη βοήθεια του Θεού θα τα βγάλουμε πέρα». Οι αρχιτέκτονες μπροστά στην επιμονή τους υποχώρησαν και έκαναν σχέδιο με τις διαστάσεις που έχει ο ναός σήμερα: Μήκος 28 μ., πλάτος 17 μ., ύψος 21 μ., σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής μετά τρούλου. Επομένως όταν έγινε η συμβολαιογραφική πράξη της δωρεάς το σχέδιο του ναού ήταν ήδη έτοιμο. Μάλιστα η έναρξη των εργασιών προηγήθηκε κατά μια ημέρα της δωρεάς (8 και 9 Μαρτίου 1858 αντίστοιχα). Και τούτο γιατί, σύμφωνα με την (ορθή) νοοτροπία και την πρακτική της εποχής, η συμβολαιογραφική πράξη ήταν τελείως τυπική διαδικασία, αν όχι περιττή. Το πραγματικό συμβόλαιο ήταν ο «λόγος» του δωρητή, που είχε προηγηθεί.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε τους Κορωπιώτες ήταν η επώνυμη αφιέρωση της εκκλησίας. Η αρχική ιδέα, σύμφωνα με το Τάμα, ήταν να αφιερωθεί στον Σωτήρα Χριστό. Επειδή όμως ναός του Σωτήρος υπήρχε ήδη στο Κορωπί (η «Αγία Σωτήρα», το γνωστό πανέμορφο βυζαντινό εξωκλήσι), επικράτησε η άποψη να αφιερωθεί σε παραπλήσιο της Μεταμόρφωσης επεισόδιο της ζωής του Χριστού, στην Ανάληψη του Σωτήρος Χριστού. Έτσι, με αυτή τη λύση, περιλαμβανόταν μεν η ονομασία της αρχικής πρότασης, αποκλειόταν ωστόσο η σύγχυση με την ονομασία του εξωκλησιού.
 
“Η Έναρξη των Εργασιών και ο Θεμέλιος Λίθος.”
 
Οι εργασίες άρχισαν στις 8 Μαρτίου 1858, με το σκάψιμο, φυσικά, των θεμελίων. Επειδή το έδαφος του οικοπέδου ήταν ανώμαλο, ανάμεσά του μάλιστα περνούσε κάποιο ρέμα, η εκσκαφή δεν ήταν εύκολη δουλειά. Επί 5 μήνες εθελοντές εργάτες έσκαβαν, φθάνοντας σε βάθος 5 μέτρων, πράγμα απαραίτητο για να στερεωθεί το τεράστιο οικοδόμημα.
Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε με επισημότητα στις 17 Αυγούστου 1858. Τούτο προκύπτει από (ανυπόγραφη) χειρόγραφη σημείωση, που σώζεται στο οπισθόφυλλο Καινής Διαθήκης, γραμμένη πιθανότατα από τον παπα Γιώργη Μερκούρη, γιό του δωρητή Μήτρου Μερκούρη. Η Καινή Διαθήκη ανήκε στην αείμνηστη Αθηνά Παπαγεωργίου-Παπαδημητρίου, απόγονη του παπα-Γιώργη.
Η εξαιρετικά ανορθόγραφη σημείωση - που σε αρκετά σημεία είναι δύσκολα αναγνώσιμη - αναφέρει τα εξής:
«1858 τιν 17: αυγουστου ιμερα κιριακι ο αρχιερέας δεσποτις κε ο νομαρχις ερχοντε ις χοριον κοροπι κε έριξαν τον λίθον τις νέας εκλισίας ι μονιμι αυτου εκλισια ονομαζομενι ι αναλιψι ο τόπος του μ: μαρκούρι τον έχάρισε 2000,30 πιχες ο χτιτορ μαστορις κοσταντις κε μαρινακις το μετρο έχι δχρ. 5,80 τον καθε μετρο».
Επειδή στο παραπάνω κείμενο δεν υπάρχει τονισμός, πνεύματα, στίξη, κεφαλαία γράμματα και τα φωνήεντα ο,ε,η,ω,ι,υ καθώς και οι δίφθογγοι αι, ει, αποδίδονται μόνο με το ο,ε και ι, μια ορθογραφημένη και περισσότερο διευκρινιστική απόδοση του κειμένου είναι η εξής:
«Στις 17 Αυγούστου 1858, ημέρα Κυριακή, ο Αρχιερέας Δεσπότης και ο Νομάρχης ήρθαν στο χωριό Κοροπή και θεμελίωσαν τη νέα εκκλησία, την επίσημη εκκλησία του, που ονομάζεται «Ανάληψη». Το οικόπεδο, το οποίο ανήκει στον Μήτρο Μερκούρη και το δώρησε, έχει έκταση 2.030 πήχες. Την εκκλησία έχτισαν οι τέκτονες Κωνσταντής και Μαρινάκης. Το κτίσιμο του κάθε τετραγωνικού μέτρου κοστίζει 5,80 δραχμές».
Για τους αρχιτέκτονες - εργολάβους Κωνσταντή και Μαρινάκη δεν έχουμε περισσότερα στοιχεία ούτε καν το πλήρες ονοματεπώνυμό τους. Προφανώς δεν ήσαν ντόπιοι, αφού δεν υπήρχε στο Κορωπί εγχώρια οικοδομική παράδοση για ένα τόσο μεγάλο έργο, όπως υπήρχε π.χ. στην Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδονία. Κατά το διάστημα όμως των 6 ετών και 10 μηνών που διήρκεσε η κατασκευή του έργου, θα πρέπει οπωσδήποτε να διέμεναν, προσωρινά τουλάχιστον, στο Κορωπί. Αποκλείεται να κατοικούσαν στην Αθήνα, γιατί την εποχή αυτή ήταν πρακτικά αδύνατον να έρχονταν καθημερινά στο Κορωπί και να επέστρεφαν στην Αθήνα μετά τη λήξη της εργασίας τους.
 
Σ' αυτό συνηγορεί και η εξής παρατήρησή μου: Στον πίνακα των πρωτεργατών και συνδρομητών της ανέγερσης του ναού (για τον οποίο γίνεται λόγος παρακάτω) αναφέρεται μεταξύ των Κορωπιωτών συνδρομητών το όνομα Γεώργιος Μαρίνης, όπου σημειώνεται μέσα σε παρένθεση και η ιδιότητα «Τέκτων». Παρόλο που στη σημείωση του παπα-Γιώργη αναφέρεται μάστορας Μαρινάκης, είναι βέβαιο ότι αυτά τα φαινομενικά δύο διαφορετικά πρόσωπα είναι στην πραγματικότητα ένα. Νομίζω ότι το ορθό επώνυμο είναι Μαρίνης, αφού έτσι αναφέρεται στον επίσημο κατάλογο, ενώ το Μαρινάκης, που αναφέρει ο Παπα Γιώργης, είναι υποκοριστικό, γιατί φαίνεται ότι έτσι θα τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας του ή του μικρού αναστήματός του. Τελείως απίθανη φαίνεται η σύμπτωση να υπήρχαν δύο τέκτονες, ο ένας με το επώνυμο Μαρινάκης και ο άλλος με το επώνυμο Μαρίνης.
 
Ένα άλλο σημείο που χρειάζεται διευκρίνιση είναι η αναγραφή στη σημείωση του επωνύμου του δωρητή ως Μαρκούρη αντί Μερκούρη, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν σφάλμα γραφής. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο, αφού και σε άλλα παλαιά έγγραφα το όνομα ή το επώνυμο αυτό γράφεται κατ’ αυτόν τον τρόπο (Βλέπε Κτηματολόγιο του Κουρσαλά 1793). Πρόκειται απλώς για την απόδοση του χαρακτηριστικού άφωνου ε της αρβανίτικης προφοράς, που στην ελληνική γραφή αποδίδεται συνήθως με το ε, αρκετές φορές όμως με το ι ή το α. Εν προκειμένω η απόδοση με α πιθανόν να οφείλεται στην αντιστοιχία με το όνομα Μάρκος.
 
Από τη σημείωση του παπα-Γιώργη Μερκούρη, ότι στην τελετή της θεμελίωσης τον θεμέλιο λίθο έθεσαν ο Αρχιερέας Δεσπότης και ο Νομάρχης έστω και χωρίς να παραθέτει άλλες λεπτομέρειες, καταλαβαίνουμε πόσο λαμπρή θα ήταν η τελετή αυτή. Ο αναφερόμενος Δεσπότης δεν ήταν άλλος από τον Μητροπολίτη Αθηνών, ο σημερινός δηλ. Αρχιεπίσκοπος, γιατί τότε δεν υπήρχαν οι χωριστές Μητροπόλεις της Αθήνας και των λοιπών διαμερισμάτων της Αττικής. Η παρουσία επίσης του Νομάρχη από την άλλη πλευρά υπογραμμίζει το ενδιαφέρον της Πολιτείας για το σημαντικό γεγονός της θεμελίωσης του μνημειώδους αυτού ναού. Ασφαλώς, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, τους πιο πάνω επισήμους θα συνόδευε πλήθος από άλλους κατώτερους εκκλησιαστικούς και κρατικούς αξιωματιούχους. Ανάλογη ή και υπέρτερη εξάλλου θα ήταν και η συμμετοχή των κατοίκων του Κορωπίου και των γύρω χωριών στην τελετή.
 
“Πρωτεργάτες και συνδρομητές.”
 
Για την πραγματοποίηση του μεγαλεπίβολου σχεδίου του ναού απαιτούνταν, όπως είναι φυσικό, τεράστια χρηματικά ποσά, φοβερά δυσανά λογα προς τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων του Κορωπιού, που η προσφορά εθελοντικής εργασίας, όσο αθρόα κι αν ήταν, δεν μπορούσε να αναπληρώσει. Γι' αυτό σχηματίσθηκαν ερανικές επιτροπές από μέλη της Συνιδιοκτησίας, οι οποίες εισέπρατταν χρηματικά ποσά από συνδρομητές. Η προσφορά υπήρξε συγκινητική, πρωτοφανής και αδιανόητη για τα σημερινά δεδομένα. Δεν υπήρξε ούτε μια οικογένεια που να μην διέθεσε χρηματικό ποσό. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσά που προσφέρθηκαν δεν προέρχονταν από το περίσσευμα (που να υπήρχε περίσευμα την εποχή εκείνη!) αλλά από το υστέρημα. Οι περισσότερες οικογένειες δεν είχαν καθόλου χρήματα, αφού ικανοποιούσαν τις στοιχειώδεις βιοτικές τους ανάγκες με το σύστημα της αυτοδύναμης οικιακής οικονομίας. Λιγοστά χρήματα εισέπρατταν - ελάχιστοι και όχι - όλοι στις περιόδους της σοδειάς από τον θερισμό, τον τρυγητό, τον καπνό, τη σηροτροφία (εκτροφή μεταξοσκωλήκων), καθώς και από προϊόντα της κτηνοτροφίας, τα οποία εξανεμίζονταν μέσα σε λίγες μέρες, συνήθως για τις δαπάνες κάποιου γάμου ή για την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης, που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να κατασκευάσουν.
Παρόλα αυτά συγκεντρώθηκε ένα ικανοποιητικό ποσό για την έναρξη των εργασιών. Η προσπάθεια για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων εντάθηκε το έτος 1860, όταν συνέβη το δυστύχημα του πνιγμού δύο παλικαριών του χωριού, για το οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω. Τότε πολλοί κάτοικοι πούλησαν μέρος της περιουσίας τους να εισφέρουν χρηματικά ποσά, ενώ οι ερανικές επιτροπές επεξέτειναν την δραστηριότητά τους στην Αθήνα και στα γύρω χωριά, συλλέγοντας χρήματα από οποιοδήποτε πρόσωπο ή φορέα μπορούσε να προσφέρει.
 
Ως πρωτεργάτες του έργου θεωρούνται εκείνοι που πρόσφεραν τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, αλλά και εκείνοι που με τη δραστηριότητά τους (διεξαγωγή εράνων, συντονισμό προσπαθειών, προσφορά εργασίας κ.λπ.), συνέβαλαν αποφασιστικά στην πραγματοποίηση της ανέγερσης του ναού, έστω και αν τα χρηματικά ποσά που κατέβαλαν δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικά.
 
Ως συνδρομητές, θεωρούνται εκείνοι που μπορεί μεν να πρόσφεραν αρκετά μεγάλα ποσά, δεν έλαβαν όμως ενεργό μέρος στις εργασίες, κα θώς και εκείνοι που διέθεσαν μικρά ποσά, έστω κι αν πρόσφεραν δωρεάν προσωπική εργασία.
 
“Οι Εργασίες μετά τη Θεμελίωση.
Το Δυστύχημα.”
 
Η θεμελίωση του έργου, στις 17 Αυγούστου 1858, σήμαινε και τον γενικό συναγερμό των κατοίκων του Κορωπιού, γιατί από εδώ και πέρα άρ χιζαν οι μεγαλύτερες δυσκολίες. Χρειάζονταν οικοδομικά υλικά, χρήματα και συντονισμός. Αθρόα υπήρξε η προσφορά εργατικών χεριών. Τις πέτρες τις έφερναν από τα γύρω υψώματα, Παλάτι και Κόντρες (όπου σή μερα βρίσκεται η λεγόμενη αεροπορική βάση NATO). Επειδή τα υποζύγια ήσαν λιγοστά, η μεταφορά της πέτρας γινόταν περισσότερο με τα χέρια παρά με τα μεταφορικά μέσα. Ο κάθε εθελοντής εργάτης έβρισκε τις πέ τρες που μπορούσε ν' αντέξει στους ώμους, στις πλάτες ή στα χέρια του, τις φορτωνόταν και τις έφερνε στην οικοδομή. Στον τόπο της οικοδομής οι περισσότεροι εργάτες ήσαν ανειδίκευτοι και ασχολούνταν με τις βοηθητικές εργασίες (μεταφορά άμμου, κατασκευή λάσπης κ.λπ.). Επειδή υπήρχε έλλειψη εξειδικευμένων εργατών (κτιστών), ήρθαν και εργάσθηκαν επ' αμοιβή πολλοί κτίστες από την περιοχή της Κοζάνης και της Θήβας (διήγηση Αθηνάς Παπαγεωργίου-Παπαδημητρίου και Δημητρίου Ι. Παπακωνσταντίνου, 1995).
 
Οι πέτρες όμως που προμηθεύονταν από τους γύρω λόφους ήσαν μεν κατάλληλες για το κτίσιμο των τοίχων, όχι όμως και για την κατασκευή των αψίδων («τόξων»), για τις οποίες χρειαζόταν πωρόλιθος (το λεγόμενο «πουρί») που δεν έχει μεγάλο βάρος. Επειδή στη γύρω περιοχή δεν υπήρχε τέτοια πέτρα, οι εργάτες τις προμηθεύονταν από την περιοχή της Βραυρώνας («Βραώνας») όπως σημειώνει ο Π. Δήμας, φορτώντοντάς τες λίγες-λίγες στα γαϊδουράκια τους. Σύμφωνα όμως με τον αείμνηστο Βασίλη Λάμπρου («Τσακάλη») τον πωρόλιθο τον έφερναν από το μικρό ξερονήσι του Ευβοϊκού, τους Πεταλιούς, μέσω Βραώνας. Κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης και ενώ το έργο προχωρούσε με αρκετά ικανοποιητικό ρυθμό, ένα τραγικό γεγονός, που συνέβη το 1860, συνετέλεσε να επισπευθεί η αποπεράτωση του: Δύο παλικάρια του χωριού, εθελοντές εργάτες, ο Μήτρο-Θεοχάρης και ο Γιάννης Δήμας («Λίγκος»), που είχαν πάει στη Βραώνα για να φέρουν πωρόλιθους, πνίγηκαν στην θάλασσα «γιατί δεν ήξεραν να κολυμπούν». Λεπτομέρειες για τις συνθήκες που συνέβη το γεγονός δεν διασώζει η παράδοση. Πάντως δεν φαίνεται και τόσο πιθανό οι δύο νέοι να θέλησαν να κάνουν μπάνιο, αφού είχαν πάει εκεί για εργασία. Άλλωστε την εποχή εκείνη δεν συνηθίζονταν τα θαλάσσια λουτρά. Το πιθανότερο είναι να συνέβη ο πνιγμός λόγω ανατροπής του σκάφους που επέβαιναν. Και εξηγείται καλύτερα, αν συνδυασθεί με τη διήγηση του Β. Λάμπρου, ότι τον πωρόλιθο τον έφερναν με μικρά πλεούμενα από τους Πεταλιούς. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, το δυστύχημα θα συνέβη κατά την επιστροφή του σκάφους από τους Πεταλιούς, λόγω υπερφόρτωσης ή θαλασσοταραχής.
 
Η τραγική είδηση του πνιγμού βύθισε στο πένθος όχι μόνο τις οικογένειες των νέων, αλλά και ολόκληρο το χωριό, που αναζητώντας μεταφυσική εξήγηση του συμβάντος, το απέδωσαν σε θεϊκή τιμωρία, γιατί το έρ γο δεν προχωρούσε με γοργό ρυθμό. Για το λόγο αυτό άρχισε αμέσως μια εντατικότερη προσπάθεια. Οι ερανικές επιτροπές, όπως είπαμε, κινητοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο, ενώ άλλοι πούλησαν τα κτήματά τους, αδειάζοντας κυριολεκτικά τις τσέπες τους «μέχρι δεκάρας». Αυτό προκύπτει από τα ποσά των συνδρομών, που σε πληθώρα περιπτώσεων, όπως παρατηρούμε στον πίνακα των πρωτεργατών και συνδρομητών, υπολείπονται κατά ελάχιστες δεκάρες ενός στρογγυλοποιημένου ποσού, π.χ.: Αναγνώστης Κολια-Γκίκας (δρχ. 939.40), Χρήστος Γεωργίου (δρχ. 653,35), Χατζής Γεωργάκης Δήμας (δρχ. 620,90), Σπύρος Χατζή Παπανικόλας (δρχ. 487,05) κ.λπ. Αυτό δεν παρατηρείται στις συνδρομές των μη Κορωπιωτών, όπου σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις τα ποσά είναι στρογγυλοποιημένα.
Όσοι δεν είχαν καθόλου χρήματα ή κάτι να πουλήσουν, πρόσφεραν ποσότητα σταριού, στερώντας ίσως από την οικογένειά τους και αυτό το ψωμί! Τα χρήματα από την πώληση του σταριού ενίσχυαν το ταμείο των ερανικών επιτροπών. Παράλληλα εντατικοποιήθηκε και η κινητοποίηση των εργατών. Τα συνεργεία των κτιστών στον χώρο της οικοδομής ενισχύθηκαν σε προσωπικό, όλοι δούλευαν με ταχύτερους ρυθμούς, σχηματίσθηκε ανθρώπινη αλυσσίδα μέχρι τους λόφους Παλάτι και Κόντρες, για τη συλλογή και μεταφορά της πέτρας, ενώ καραβάνια από γαϊδουράκια έφταναν καθημερινά στη Βραώνα, για να φέρουν τον πωρόλιθο.
 
Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας εντάσσεται και η αλλαγή της επιτροπής της Συνιδιοκτησίας, που έγινε στις 6 Μαΐου 1862 με το υπ' αριθμ. 5447 πληρεξούσιο συμβόλαιο του συμβαολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη. Η νέα διοίκηση είχε την εντολή να συντονίσει την διεξαγωγή του έργου, ώστε να πραγματοποιηθεί το γρηγορότερο η αποπεράτωσή του, που εκ των πραγμάτων απέδειξε ότι έπραξε, αφού μετά από δυόμισι χρόνια ο ναός ήταν ήδη έτοιμος.
Έτσι ο χαμός των δύο νέων ανθρώπων, παρόλη την τραγικότητα της περίπτωσης, δεν πήγε χαμένος. Στο μυαλό μας έρχεται άθελα ο παλιός θρύλος, που λέει ότι χωρίς θυσίες - και μάλιστα ανθρώπινης ζωής- δεν μπορεί να ευοδωθεί ένα μεγάλο έργο. Γνωστός είναι ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας, που δεν μπορούσε να στεριώσει αν δεν θυσιαζόταν η γυ ναίκα του πρωτομάστορα. Έτσι και στο Κορωπί, η θυσία των δύο παλικαριών στάθηκε αφορμή να πάρει νέα πνοή η κινητοποίηση για την αποπε ράτωση του μεγαλοπρεπούς αυτού οικοδομήματος.
 
Ποιος άραγε θυμάται αυτούς τους δύο νέους, που έχασαν τη ζωή τους την ώρα ου εθελοντικά πρόσφεραν υπηρεσία στο κοινωνικό σύνολο και στο Θεό; Κανείς. Και όμως θα έπρεπε συχνά να μνημονεύονται σαν παράδειγμα θυσίας. Ακόμη και οι άμεσοι σημερινοί απόγονοί τους δεν γνω ρίζουν σχεδόν τίποτε για το ιστορικό, που ευτυχώς μνημονεύει ο Π. Δήμας.
 
Όσον αφορά το Μήτρο Θεοχάρη, ο μόνος από τους σημερινούς α πογόνους του, που έχει ακούσει κάτι, είναι ο Νίκος Αλέκου Θεοχάρης, ο οποίος μάλιστα δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο απ’ ότι σημειώνει ο Π. Δήμας: «Ο παπούς μου - είπε - δεν γνώρισε τον πατέρα του, γιατί πνίγηκε στη Βραώνα, όταν είχε πάει να φέρει πέτρες για το χτίσιμο της Ανάληψης». Άλλοι άμεσοι απόγονοι (Ματθαίος και Αγάπης Θεοχάρης) δεν έχουν ακούσει καν για το γεγονός, χωρίς βέβαια δική τους ευθύνη. Από διάφορες πηγές γνωρίζουμε ή συμπεραίνουμε ότι ο Μήτρος Θεοχάρης θα έπρεπε να ήταν νιόπαντρος, 22-23 ετών, όταν συνέβη ο πνιγμός του, αφού η σύζυγός του (που μνημονεύεται στον πίνακα των πρωτεργατών και συνδρομητών ως χήρα) ήταν έγγυος στο πρώτο της παιδί. Στο ορφανό νεογέννητο έδωσαν το όνομα του πατέρα του, Μήτρο.
 
Όμως τα λίγα αυτά στοιχεία είναι ικανοποιητικά, σε σύγκριση με αυτά που διαθέτουμε για τον άλλο νέο που πνίγηκε, τον Γιάννη Δήμα («Λίγκο»), του οποίου γνωρίζουμε μόνο το ονοματεπώνυμο, όπως το αναφέρει ο Π. Δήμας. Δεν γνωρίζουμε δηλαδή συγγενείς ή απογόνους του, αλ λά και το διευκριστικό παρεπώνυμο μάλλον σύγχυση δημιουργεί, αφού το «παρατσούκλι» αυτό το έχουν σήμερα οικογένειες με το επώνυμο Κόλλιας και όχι Δήμας. Θα ήταν ευτύχημα αν κάποτε υπάρξει απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.
 
“Τα Εγκαίνια.”
 
Ενώ για την τελετή της θεμελίωσης του ναού διαθέτουμε έστω και ελάχιστα στοιχεία, λόγω του σημειώματος του παπα-Γιώργη Μερκούρη, για το οποίο μιλήσαμε, για την τελετή των εγκαινίων δεν έχουμε καμμία πληροφορία, πλην του ότι έγιναν στις 15 Δεκεμβρίου 1864. Αντιλαμβανόμαστε ωστόσο εύκολα ότι η λαμπρότητα και η επισημότητα της τελετής θα ξεπέρασε κατά πολύ εκείνη της θεμελίωσης, με παρούσα και πάλι την εκκλησιαστική ηγεσία, κυβερνητικούς παράγοντες, βουλευτές και ίσως εκπροσώπους της νέας βασιλικής δυναστείας του Γεωργίου του Α'. Καθολική θα υπήρξε επίσης η συμμετοχή των Κορωπιωτών, δεν θα υπήρξε ούτε ένα άτομο που να έμεινε στο σπίτι του ή να πήγε σε άλλη δουλειά. Φανταζόμαστε τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια των προγόνων μας, που κατόρθωσαν μέσα σε τόσο λίγα χρόνια και με πρωτόγονα τε χνικά μέσα, να βλέπουν πραγματοποιημένο το μεγαλεπίβολο όνειρό τους. Αυτό που αντίκριζαν ήταν κάτι που δεν πίστευαν τα μάτια τους. Αν αναλογιστούμε ότι την εποχή εκείνη στο Κορωπί υπήρχαν μόνο ταπεινά και χαμηλά σπιτάκια, ούτε ίσως ένα διώροφο οίκημα (λίγα διώροφα άρχισαν να κτίζονται γύρω στο 1870), εννούμε το μέγεθος της διαφοράς μεταξύ του πανύψηλου ναού και των άλλων σπιτιών. Κάτι ανάλογο θα αισθανόμασταν σήμερα στην υποθετική περίπτωση που οι σημερινοί Κορωπιώτες κατορθώναμε ιδίαις δαπάναις να οικοδομήσουμε ανάμεσα στις υπάρχουσες 5όροφες το πολύ πολυκατοικίες, ένα κοινωφελές κτίριο του μεγέθους ενός ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης!
 
Παρατηρώ τέλος ότι η 15η Δεκεμβρίου, ημέρα που έγιναν τα εγκαίνια, συμπίπτει με τον εορτασμό του Αγίου Ελευθερίου. Το γεγονός ότι ο ναός, όπως είδαμε, ήταν Τάμα για την απελευθέρωση της Ελλάδας, μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν η ημερομηνία αυτή ήταν συμπτωματική, επειδή απλά τότε τέλειωσαν οι εργασίες. Επιπλέον, επειδή η 15-12-1864 ήταν η μέρα Τρίτη και όχι Κυριακή (που στη δεύτερη περίπτωση θα άφηνε περιθώρια σύμπτωσης), είναι φανερό ότι συνειδητά επελέγη η ημέρα αυτή, για να υπογραμμίσει το νόημα του Τάματος, αν και νομίζω ότι θα συνέβαλε οπωσδήποτε σ’ αυτό και η ευτυχής συγκυρία της περάτωσης των εργασιών κατά το τέλος του έτους 1864.
 
“Η Ανάληψη ως Ενορία και το Πανηγύρι.”
 
Από τα εγκαίνια μέχρι σήμερα η Ανάληψη λειτουργεί ως μητροπολιτικός Ναός του Κορωπιού, όπου τελούνται οι επίσημες θρησκευτικές και ε θνικές τελετές, και ως ενορία, που παλαιότερα περιλάμβανε περισσότερα απ’ τα μισά σπίτια του χωριού (ολόκληρη την αριστερή πλευρά της
κεντρικής οδού από Παιανία προς Κορωπί, σε όλο το βάθος, καθώς και τμήμα της δεξιάς, από τη σημερινή οδό Αγγέλου Κιούση, μέχρι τα τελευταία σπίτια προς Μαρκόπουλο).
 
Επίσης η Ανάληψη ήταν ανέκαθεν έδρα του Αρχιερατικού Επιτρόπου, με δικαιοδοσία τους ναούς και τον κλήρο του Μαρκοπούλου, Καλυβίων Παιανίας, Γλυκών Νερών κ.λπ. Το αξίωμα αυτό το κατέχει ο εκάστοτε κληρικός Προϊστάμενος του μητροπολιτικού μας ναού.
Από το επόμενο έτος των εγκαινίων καθιερώθηκε η γιορτή της Αναλήψεως ως ημέρα του επίσημου πανηγυριού του Κορωπιού, πράγμα που συνεχίζεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα και γιορτάζεται με ιδιαίτερη επιση μότητα, λαμπρότητα και κοσμοσυρροή. Μέχρι τότε το επίσημο πανηγύρι του Κορωπιού γινόταν την ημέρα του Αγίου Πνεύματος (Αγίας Τριάδας), που γιόρταζε η γνωστή εκκλησία του Λαμπρικά (το σημερινό γυναικείο μοναστήρι). Το πανηγύρι αυτό δεν καταργήθηκε τελείως, αλλά εξακολούθησε να γίνεται μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, με μεγάλη λαϊκή συμμετοχή, συνοδευόμενο μάλιστα με το θεαματικό έθιμο της άμιλλας σε αρματοδρομίες, (που νομίζω ότι θα πρέπει κάποτε να αναβιώσει, ίσως σε κάποια παρεμφερή μορφή).
 
Πανηγύρι δεν γινόταν την 15η Αυγούστου, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που γιόρταζε ο ναός της παλιάς πρώτης ενορίας του Κορωπίου, ίσως γιατί η ημέρα αυτή, παρόλο που ετιμάτο ιδιαιτέρως, δεν εθεωρείτο τόσο χαρμόσυνη, ώστε να δικαιολογείται πανηγυρισμός, σύμφωνα με την τοπική αντίληψη κι’ αντίθετα μ’ αυτήν άλλων περιοχών της Ελλάδος.
 
Με την ευκαιρία αυτή θεωρώ υποχρέωση να τονίσω ότι ο πάνσεπτος ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου («Παναγία του Κουρσαλά») χρήζει ιδιαίτερης μελέτης, που είναι κατά πολύ δυσκολότερη από την παρούσα, αφού ο ερευνητής έρχεται σε επαφή με θρύλους και μυστήρια εκατοντάδων ετών. Κατά τη γνώμη μου, η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του ναού της Κοίμησης και του ναού της Ανάληψης, από την άποψη προεξάρχοντος στοιχείου ενδιαφέροντος, είναι ότι ο μεν πρώτος είναι μνημείο της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας, ενώ ο δεύτερος είναι μνημείο Τέχνης, παρόλο που ο ίδιος στην παρούσα μελέτη μου δευτερευόντως εξετάζω το στοιχείο αυτό, προκειμένου να εξιστορηθεί το έργο της ανέγερσης. Ασφαλώς και οι δύο ναοί, όπως και όλοι οι ναοί μεταξύ τους, από τον πιο ταπεινό ως τον πλέον μεγαλοπρεπή, έχουν την ίδια θρησκευτική και λατρευτική αξία.
“Τα Μεταγενέστερα Έργα.”
 
Ας μη νομισθεί ότι όταν εγκαινιάσθηκε ο ναός της Ανάληψης, η εσωτερική και εξωτερική του μορφή, αλλά και ο περιβάλλων χώρος, ήταν όπως είναι σήμερα. Γιατί ναι μεν δεν έγινε έκτοτε καμιά προσθήκη στο κτίριο, όμως εσωτερικά και εξωτερικά δεν είχε γίνει ακόμη το επίχρισμα με ασβεστοκονίαμα (σοβάτισμα). Στο εσωτερικό του δεν είχε καθόλου εικονογράφηση (στα εγκαίνια υπήρχαν μόνο φορητές εικόνες) ή άλλη διακόσμηση ούτε εξοπλισμό με ξύλινες κατασκευές και πολυελαίους. Όλα αυτά έγιναν αργότερα. Τα κυριότερα μεταγενέστερα έργα είναι τα εξής:
Α) Η Διάνοιξη του Περιβόλου.
Το οικόπεδο όταν έγινε η δωρεά περιβαλλόταν, όπως φαίνεται από το συμβόλαιο, από έναν απλό ξύλινο φράχτη, που κατεδαφίστηκε όταν άρχισαν οι εργασίες. Αλλά και ο περίβολος ήταν μικρότερος απ' ότι είναι σήμερα, αφού στο σημερινό βορειοδυτικό του τμήμα, από το σημείο που βρίσκεται το Ηρώον μέχρι τη γωνία και σε αρκετά μεγάλο βάθος υπήρχε το σπίτι του Γιάννη Αναστ. Τζανέτου, γαμπρού του Μήτρου Μερκούρη, το οποίο ο δωρητής είχε δώσει προίκα στην κόρη του Μαρία. Το σπίτι είχε πηγάδι, στο οποίο μάλιστα είχε πνιγεί από ατύχημα ένα παιδί της οικογένειας Τζανέτου.
Πρώτο μέλημα της Επιτροπής μετά τα εγκαίνια ήταν να διευρυνθεί ο περίβολος της εκκλησίας, ώστε να ήταν ευκολότερη η πρόσβαση σ' αυτήν, αλλά και να υπήρχε ο απαιτούμενος χώρος για τις θρησκευτικές τελετές εκτός του ναού (κατά τη νύχτα της Ανάστασης, την περιφορά της εικόνας κατά τις λειτουργίες και το πανηγύρι, την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου κ.λπ.). Για το λόγο αυτό η Επιτροπή ήρθε σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος δέχτηκε ευχαρίστως να μεταστεγασθεί σε δύο μικρά δωμάτια που έχτισαν ειδικά για την οικογένειά του σε μοναστηριακό («καλογερικό») οικόπεδο, που βρίσκεται στο δρόμο της Καλογρέζας (στη σημερινή οδό Γ. Αναγνώστου αριθμ. 28). Το οικόπεδο, με νέο οίκημα, ανήκει σήμερα στους απογόνους της πιο πάνω οικογένειας, ενώ τα παλιά δωμάτια κατεδαφίστηκαν μόλις προ ολίγων ετών.
Β) Η Περίφραξη.
Αφού ελευθερώθηκε ο χώρος, έγινε νέα επιμελέστερη περίφραξη απ' όλες τις πλευρές, πλην της δυτικής, όπου υπήρχε ήδη τοί χος του συνορευόμενου οικοπέδου της οικογένειας Αδάμ. Η περίφραξη έγινε με πέτρινο τοιχίο χαμηλού ύψους, πάνω στο οποίο τοποθετήθηκαν ξύλινα κάγκελα, βαμμένα με βαθυκόκκινο χρώμα. Στη ΒΔ γωνία, όπου σήμερα το περίπτερο ψιλικών, χτίστηκε μεγάλη αυλόπορτα, με δίφυλλη ξύλινη πόρτα, με τη γνωστή μεσογείτικη αρχιτεκτονική, πλην ότι στο ανοιχτό επάνω της μέρος σχημάτιζε τόξο («καμάρα»). Πάνω από την καμάρα χτίστηκε απλό κωδωνοστάσιο για την καμπάνα. Στη θέση περίπου του σημερινού καμπαναριού υπήρχαν δύο κυπαρίσσια και ένας πεύκος (Διήγηση Γεωργ. Ι. Θηβαίου, 81 ετών, 1995).
Γ) Ο Τάφος του Δωρητή.
Ο αποβιώσας το 1873 δωρητής του οικοπέδου Μήτρος Μερκούρης ενταφιάσθηκε, τιμής ένεκεν, σε εσοχή του βορεινού τοίχου του ναού, αριστερά της βοηθητικής πύλης. Αργότερα η εσοχή κλείστηκε με κτίσιμο, ώστε να μην είναι έκτοτε ορατή και τοποθετήθηκε μικρή μαρμάρινη πλάκα με το όνομα και λοιπά στοιχεία του δωρητή. Κα τά τις εργασίες διαμόρφωσης του περιβόλου, το 1948, αποκαλύφθηκε το σημείο του ενταφιασμού, το οποίο, δυστυχώς, κάλυψαν και πάλι. Στη θέ ση της παλιάς πλάκας τοποθέτησαν νέα μεγαλυτέρων διαστάσεων (5 8 x 45 εκ.), τα γράμματα της οποίας χάραξε ο αποβιώσας τον Φεβρουάριο του 1996 εκλεκτός γλύπτης και συμπολίτης Νίκος Γκίκας, όπου αναφέρονται τα εξής:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
ΜΗΤΡΟΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ
ΔΩΡΗΤΗΣ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ
ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΤΟ 1873
66 ΕΤΩΝ
Δ) Το Σοβάτισμα:
Το επίχρισμα των τοίχων του κτιρίου με ασβεστοκονίαμα φαίνεται να έγινε κατά τη δεκαετία του 1870, όπως προκύπτει από μια σχετική απόδειξη πληρωμής, που κατέχει σήμερα η γνωστή ζωγράφος -κεραμίστρια Αγγελική Τσεβά. Η βαφή του κτιρίου με χρωματισμένο ασβέστη θα πρέπει να έγινε γύρω στο 1880.
Ε) Η Αγιογράφηση:
Το μεγαλύτερο μεταγενέστερο έργο (μαζί με αυτό του κωδωνοστασίου) είναι η αγιογράφηση και η διακόσμηση του ναού. Όπως είδαμε, κατά τα εγκαίνια ο ναός δεν είχε καμμία αγιογραφία σε τοίχο ή στο τέμπλο. Αμέσως όμως μετά, ίσως από το τέλος του 1864, άρχισε η αγιογράφηση του τέμπλου, αφού είχε ήδη διατεθεί η σχετική δαπάνη από διάφορους δωρητές. Το όνομα του αγιογράφου διεσώθη χάρις στην έστω υπερβολικά μικροσκοπική υπογραφή που έβαλε ο ίδιος στην εικόνα της Αγίας Τριάδας του τέμπλου, η οποία αναφέρει: «Έργον Γεωργίου Καντζούρου, ιερέως 1865».
Το μεγάλο όμως έργο της αγιογράφησης άρχισε το 1906, όταν Δήμαρχος Κρωπίας ήταν ο εκ Μαρκοπούλου Δημήτριος Α. Σωτηρίου και Επίτροποι του ναού οι Πέτρος Στεργίου, Νικόλαος Σπ. Παπανικολάου, Σταμάτης Χατζή Ντάβαρης και Μιχαήλ Αθαν. Πρίφτης («Φεσάρας») όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 14195/9-3-1906 συμβόλαιο, που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Περικλής Γ. Καλλάρης, αλλά και από την επιγραφή που υπάρχει στην εσοχή του εσωτερικού υπέρθυρου της κεντρικής πύλης του ναού. Τότε κλήθηκαν «οι καλύτεροι ζωγράφοι της εποχής», όπως σημειώνει ο Π. Δήμας, ο ζωγράφος Νικόλαος Λούβαρης και ο κοσμηματογράφος Ιωάννης Φωτίου Χρυσοχόος, για ν' αναλάβουν το πολύμοχθο και επίπονο έργο της αγιογράφησης και της διακόσμησης. Η εργασία αυτή θα πρέπει να συμπληρώθηκε κατά τα έτη 1912-1913. Αναφέρεται ότι ο ζωγράφος Ν. Λούβαρης φιλοξενήθηκε τουλάχιστον επί τριετία στο σπίτι του ανωτέρω επιτρόπου Μιχάλη Πρίφτη, που βρισκόταν πολύ κοντά στο ναό. Επειδή η ανάλυση του έργου των ανωτέρω καλλιτεχνών δεν είναι του παρόντος, αρκούμαι να αναφέρω επιγραμματικά την προσωπική μου γνώμη, που διαμορφώθηκε και από τη σύγκριση με την αγιογράφηση των μεγάλων ναών της Αθήνας και των Μεσογείων, ότι πρόκειται για έργο εκπληκτικής και ανεπανάληπτης ομορφιάς.
ΣΤ) Εργασίες στον Τρούλο.
Από δύο έγγραφα του αρχείου του ναού προκύπτει ότι το έτος 1915 έγινε κάποια εργασία στον τρούλο. Δυστυχώς κανείς δεν θυμάται τι είδους εργασία έγινε. Το υπ' αριθμ. 17468/10 8-1915 έγγραφο της Νομαρχίας Αττικής αναφέρει κατασκευή, ενώ το άλλο επισκευή. Νομίζω ότι ούτε η μια λέξη ούτε η άλλη αποδίδουν το νόημα του είδους της εργασίας και ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για κάποια συμπληρωματική εργασία.
Ζ) Η Κατεδάφιση του μανδρότοιχου και της αυλόπορτας.
Η περίφραξη με τα κιγκλιδώματα και η γραφικότατη, όπως φανταζόμαστε, αυλόπορτα με την καμπάνα κατεδαφίστηκαν το 1918, όπως φαίνεται από το υπ’ α ριθμ. 36384/6-10-1918 έγγραφο του Υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.
Η) Εφόδια και Ξύλινες Κατασκευές.
Ο θαυμάσιος άμβωνας τοποθετήθηκε λίγο πριν το 1900 και ήταν δωρεά του Χρήστου Μιχάλη Κιούση. Τα δύο εξαιρετικής τέχνης και αξίας προσκυνητάρια από ξύλο καρυδιάς, που βρίσκονται αριστερά και δεξιά του εισερχόμενου στο ναό, τοποθετήθηκαν το 1916 και είναι πανομοιότυπα με εκείνα του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, όπως προκύπτει από την αίτηση των κατασκευαστών (Κων. Γκιόκα και Ευαγ. Παπαδάκη, που είχαν εργαστήριο στην Αθήνα), με αριθμ. πρωτ. 19/23-1-1916. Τις σταθερές εικόνες των προσκυνηταρίων ζωγράφισε και πάλι ο Ν. Λούβαρης. Το 1977, όταν σημειώθηκε μετρίας έκτασης πυρκαγιά μέσα στο ναό (μετά λίγα χρόνια συνέβη και άλλη μικρότερης έκτα σης) το δεξί προσκυνητάρι κατεστράφη ολοσχερώς, αλλά χάρη στις ενέργειες του αείμνηστου αρχιμ. Μελετίου και με υπόδειγμα το άλλο προσκυνητάρι, κατασκευάσθηκε άλλο τελείως όμοιο, με τη διαφορά ότι έγινε από ξύλο δρυός, αφού τα οικονομικά του ναού δεν επέτρεπαν να γίνει και πάλι από καρυδιά, που είχε υπερβολικό κόστος. Άγνωστο είναι πότε ακριβώς, οπωσδήποτε όμως κατά την προπολεμική περίοδο, τοποθετήθηκε ο
με γαλοπρεπέστατος πολυέλαιος, που είναι από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν σε ελληνικούς ναούς.
Θ) Η Οικοδόμηση του Κωδωνοστασίου.
Μετά την κατεδάφιση της παλιάς αυλόπορτας με το μικρό κωδωνοστάσιο, το 1918, η καμπάνα στερεώθηκε πάνω στον τοίχο της πρόσοψης του ναού, αφού ανοίχθηκε στρογγυλή τρύπα στον γυναικωνίτη, ώστε να ήταν δυνατόν να τη σημαίνει κάποιος τραβώντας το σχοινί μέσα από τον γυναικωνίτη. Η λύση αυτή ασφαλώς ήταν πρόχειρη, γιατί με παραγγελία της διοίκησης του ναού ο αρχιτέκτων Ιωάννης Δούβλαρης υπέβαλε στις 25-4-1927 έγγραφο που περιέχει προϋπολογισμό συνολικής δαπάνης 75.000 δρχ. για την κατασκευή δύο κωδωνοστασίων. Λεπτομέρειες για το έργο αυτό δεν αναφέρονται, αλλά επειδή μεταξύ των άλλων εργασιών προβλεπόταν και κατεδάφιση τμήματος της στέγης του ναού, συμπεραίνουμε ότι τα δύο αυτά κωδωνοστάσια θα επρόκειτο να ενσωματώνονταν στο αριστερό και στο δεξί τμήμα της πρόσοψης του ναού. Για άγνωστους λόγους το έργο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, υποθέτουμε ωστόσο ότι τούτο θα συνέβη διότι κρίθηκε ότι το σχέδιο δεν ικανοποιούσε αισθητικά και περισσότερο διότι δεν προσέδιδε στο ναό τη δέουσα μεγαλοπρέπεια.
 
Για το λόγο αυτό, πιθανώς το 1931 ανατέθηκε στον φημισμένο αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο (1887-1979) που κατά πολλούς είναι ο σπουδαιότερος έλληνας αρχιτέκτονας του 20ού αιώνα, να εκπονήσει σχέδιο ενός μνημειώδους κωδωνοστασίου. Μετά την υποβολή του σχεδίου, οι εργασίες της οικοδόμησης ανατέθηκαν, με την επίβλεψη του αρχιτέκτονα, στον πολιτικό μηχανικό Αθανάσιο Χ. Μάνο, με τη βοήθεια του συμπολίτη μηχανικού Βασίλη Παπαγκίκα και του εργολάβου Θωμά Γ. Κατσίκη («Κατσαντρή»), όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 2125/29-6-1932 εργολαβικό συμβόλαιο, που συνέταξε ο αείμνηστος συμπολίτης συμβολαιογράφος Παναγιώτης Λάζου Μιχαήλ, καθώς και από ιδιωτικό συμφωνητικό με ημερομηνία 27-10-1935.
Οι εργασίες της οικοδόμησης του πανύψηλου κωδωνοστασίου άρχισαν μάλλον το 1933 και τελείωσαν το 1937, ενώ η συνολική δαπάνη θα πρέπει να υπερέβη (τότε) τις 150.000 δρχ. Τα θεμέλια σκάφτηκαν σε βάθος 5 ολόκληρων μέτρων και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για το οικοδόμημα ήσαν μπετόν, σίδερα και τούβλα. Η εξωτερική του επιφάνεια καλύφθηκε με λαξευτό τσιμέντο (artificiel), πάνω στο οποίο φέρει πολλά ωραία ανάγλυφα σχέδια, όπως δικέφαλους αετούς, κορινθιάζοντα κιονόκρανα, σταυρούς και γιρλάντες, που φιλοτέχνησε ο νεαρός τότε γλύπτης Νίκος Γκίκας σε μήτρες (καλούπια), σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα. Στη συνέχεια κατασκευάσθηκε νέα μεγάλη καμπάνα, για την κατασκευή της οποίας εγκαταστάθηκε χυτήριο μετάλλου στο προαύλιο του ναού, όπου οι κάτοικοι του Κορωπίου με συγκινητική προθυμία πρόσφεραν για τήξη διάφορα σιδερένια και άλλα μεταλλικά αντικείμενα και οικιακά σκεύη που διέθεταν, ώστε να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη μεγάλη ποσότητα μετάλλου. Η ανύψωση της καμπάνας αυτής με το τεράστιο βάρος στην κορυφή του κωδωνοστασίου, ήταν δύσκολη και επίπονη επιχείρηση.
Η εσωτερική σκάλα, που οδηγεί στον μικρό θάλαμο με τις καμπάνες, ήταν αρχικά ξύλινη, πρόχειρης μάλλον κατασκευής, που αντικαταστάθηκε γύρω στο 1970 με τσιμεντένια, από τον εργολάβο Λουκά Γ. Κορωνιά, επειδή παρουσίαζε φθορές και δυσκολία στη χρήση. Από την παλιά ξύλινη σκάλα παραμένει ακόμα σε χρήση το τελευταίο τμήμα της, ύψους 31/2 περίπου μέτρων, που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Κατά την έρευνά μου παρατήρησα με ανησυχία αρκετές ρωγμές στους κιονίσκους του θαλά μου με τις καμπάνες. Ο αείμνηστος αρχιμ. κ. Μελέτιος μου είπε ότι τις ρωγμές εξέτασε η αρμόδια τεχνική εκκλησιαστική υπηρεσία, η οποία απεφάνθη ότι δεν δημιουργείται κανένας κίνδυνος κατάρρευσης. Καθεαυτό το κωδωνοστάσιο αποτελεί μνημείο αρχιτεκτονικής, άσχετα με το αν εναρμονίζεται πλήρως με την αρχιτεκτονική του ναού.
 
Το κωδωνοστάσιο συνδέεται ιστορικά με την αποφράδα ημέρα της ναζιστικής θηριωδίας και του ολοκαυτώματος του Κορωπίου, που έγινε στις 9 Οκτωβρίου 1944. Την ημέρα αυτή Γερμανοί στρατιώτες εγκατέστησαν κάτω από τις καμπάνες οπλοπολυβόλο και, έχοντας ολόπλευρη θέα και των πιο απομακρυσμένων σημείων του χωριού, σκόρπιζαν τον όλεθρο στους ελάχιστους κατοίκους, που τολμούσαν να διαβούν πανικόβλητοι τους έρημους δρόμους. Αντικατέστησαν οι ανίεροι κατακτητές τον γλυκό και χαρμόσυνο ήχο της καμπάνας με τον αποκρουστικό και απαίσιο κρότο του όπλου, καταπατώντας με περισσή αυθάδεια τα ιερά και όσια της πατρίδας μας.
Ι) Ανακεράμωση Στέγης - Κατασκευή Τρούλου.
Τα έτη 1972-1973 έγινε τοποθέτηση νέων κεραμιδιών σ' ολόκληρη τη στέγη του ναού λόγω φθοράς των παλαιών και ταυτόχρονα έγινε νέα υπερυψωμένη κατασκευή του εξωτερικού μέρους του τρούλου, με σχέδιο και επίβλεψη της εκλεκτής συμπολίτισσας αρχιτέκτονος Τασίας Λάμπρου - Γιάγκου, για να αμ βλυνθεί η εντύπωση της δυσαναλογίας που πραγματικά υπήρχε μεταξύ του ύψους του ναού και του κωδωνοστασίου. Ωστόσο, ναι μεν επιτεύχθη εξωτερικά αισθητική ισορροπία, το εσωτερικό όμως του τρούλου συσκοτίσθηκε σημαντικά και εξαφανίσθηκε το θαυμάσιο παραδείσιο γαλάζιο φως που δημιουργούσαν οι ακτίνες του φωτός της ημέρας, περνώντας ανάμεσα από τα πολλά παράθυρά του.
Κ) Τοποθέτηση ωρολογιών στο κωδωνοστάσιο.
Στο κωδωνοστάσιο είχε προβλεφθεί χώρος (από ένα μεγάλο κυκλικό άνοιγμα σε κάθε πλευ ρά), για την τοποθέτηση ωρολογιών. Μετά από 50 περίπου χρόνια από την οικοδόμησή του (1985), τοποθετήθηκαν ωρολόγια δαπάναις του αείμνηστου συμπολίτη χημικού Βασ. Παπαμιχάλη («Ντε Γκώλ»).
 
Συναφή κεφάλαια που παραλείπονται κατά την παρούσα δημοσίευση. Λόγω έλλειψης χώρου -του οποίου έκανα ήδη κατάχρηση- παραλείπονται κατά την παρούσα δημοσίευση δύο κεφάλαια:
α) Της ανάλυσης του σωζώμενου στο γραφείο του ναού Πίνακα των Πρωτεργατών και Συνδρομητών, από τον οποίο εξάγεται πλήθος λαογραφικών στοιχείων και
β) Της αισθητικής αξιολόγησης του έργου.
Τούτο δε διότι, αν και σημαντικότατα, δεν συνδέονται άμεσα με το ιστορικό της ανέγερσης του ναού. Εξάλλου αναφορά στους πρωτεργάτες και συνδρομητές έγινε ήδη. Πλήρης όμως ανάλυση των δύο αυτών αρκετά μακροσκελών θεμάτων μπορεί να γίνει σε άλλη ευκαιρία. Επιγραμματικά και μόνο αναφέρω οτι στο πρώτο παραλειπόμενο κεφάλαιο αποτίεται φόρος τιμής στους προγόνους μας, στο δε δεύτερο στοιχειοθετείται η γνώμη μου, ότι ο ναός της Ανάληψης αποτελεί σπάνιο μνημείο Τέχνης, που δίνει το δικαίωμα στους Κορωπιώτες να αισθάνονται υπερήφανοι γι' αυτό.
 
Εκτός των πιο πάνω κεφαλαίων, παραλείπεται επίσης πίνακας με ανα φορές κατά πρώτο λόγο στους ευσεβείς κληρικούς, που υπηρέτησαν το ναό κατά τα 132 έτη της λειτουργίας του και κατά δεύτερο στους ιεροψάλτες, που συνέβαλαν στη δημιουργία ατμόσφαιρας μυσταγωγίας κατά την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών. Ας μου επιτραπεί όμως να αναφέρω κατ' εξαίρεση τον εκ Κορωπίου καλλίφωνο ιερέα Δημήτριο Ν. Χατζή (1889-1977), του οποίου θυμάμαι την ανεπανάληπτη και μελωδικότατη, ουράνιας αρμονίας φωνή του, που νομίζω ότι θα άξιζε να την είχαν μελετήσει και ηχογραφήσει αρμόδιοι μουσικολόγοι.
“Διδάγματα για τους Νεότερους.”
Το έργο της ανέγερσης του ναού της Ανάληψης είναι αναντίρρητα το μεγαλύτερο έργο που έγινε στο Κορωπί, με δεύτερο του κτίριο του Γυμνασίου.
Ο ερευνητής του ιστορικού μένει κατάπληκτος μπροστά στο ψυχικό μεγαλείο των ανθρώπων αυτών, που με τόση πίστη, θυσίες και αυταπάρνηση κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια τέτοια εποποιΐα. Ας δούμε όμως εν τάχει ένα-ένα τα στοιχεία που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση του εκ πρώτης όψεως απραγματοποίητου στόχου:
1) Πίστη στο Θεό και αυτοπεποίθηση:
«Με τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρουμε», απάντησαν στους μηχανικούς, όταν αυτοί τους είπαν ότι αυτό που ζητούσαν υπερέβαινε τις δυνατότητές τους.
2) Κοινή προσπάθεια:
Το έργο δεν πραγματοποιήθηκε από μεμονωμένες προσπάθειες ατόμων ή έστω από μια ομάδα ατόμων, αλλά από το σύνολο των κατοίκων του Κορωπιού.
3) Οικονομικές θυσίες:
Πρόσφεραν υπέρ του σκοπού ό,τι είχαν και δεν είχαν. Πούλησαν περιουσίες, πρόσφεραν και αυτό το στάρι για το ψωμί των οικογενειών τους.
4) Προσφορά εθελοντικής εργασίας: Αθρόα υπήρξε η προσφορά εργατικών χεριών, όχι για 2 ή 3 ημέρες,αλλά επί σειρά ετών, με συνέπεια να εξοικονομηθούν τεράστια χρηματικά ποσά.
5) Πεισματική αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων:
Στην πορεία της εκτέλεσης ενός μεγάλου έργου προκύπτουν συνήθως δυσκολίες και άλλα περιστατικά, που πολλές φορές οδηγούν στην απογοήτευση και στην παραίτηση της συνέχισής του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πνιγμός των δύο νέων, οι οικονομικές δυσχέριες, αλλά και η ασταθής πολιτική κατάσταση της εποχής (αποπομπή του Βασιλιά Όθωνα, και η όχι χωρίς εμπόδια άνοδος της νέας Βασιλικής δυναστείας), όχι μόνο δεν απέτρεψαν την ομαλή συνέχιση του έργου, αλλά αντίθετα, υπήρξαν αιτία της έντασης των προσπαθειών για την επίσπευση της αποπεράτωσής του.
6) Προοπτική και διορατικότητα:
 
Οι πρόγονοί μας δεν οικοδόμησαν το ναό για να εξυπηρετήσουν μόνο τους εαυτούς τους, αλλά κυρίως για να τον κληροδοτήσουν σε μας τους νεότερους. Αν επρόκειτο μόνο για τους εαυτούς των, θα τον είχαν κτίσει σε πολύ μικρότερες διαστάσεις, αφού τότε το σύνολο των κατοίκων του Κορωπιού δεν ξεπερνούσε τα 1.000 άτομα και υπήρχε εξ άλλου και άλλη ενορία. Στο ερώτημα που από τότε τους είχε διατυπωθεί «Τι την θέλετε τόση μεγάλη την εκκλησία;» απαντούσαν: «Μα το χωριό θα μεγαλώσει». Με αυτήν επομένως τη διορατικότητα, η Ανάληψη οικοδομήθηκε με προοπτική όχι απλώς δεκαετιών, αλλά αιώνων.
 
Από τα παραπάνω βγαίνουν εύκολα τα διδάγματα για μας τους νεώτερους, ώστε να μη χρειάζεται να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο. Το ερώτημα είναι κατά πόσο στη σημερινή εποχή υπάρχει το ψυχικό εκείνο μεγαλείο των προγόνων μας, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επαναληφθεί ένα τέτοιο παραπλήσιο έργο. Και ναι μεν μεγάλα κρατικά έργα μπορεί να γίνονται σήμερα, αλλά μπορεί να γίνουν ιδίαις δαπάναις, όπως αυτό της Ανάληψης; Ποιος σήμερα προσφέρει από το υστέρημά του; (Κάποιες δωρεές -όχι συχνές, αλλά οπωσδήποτε ευπρόσδεκτες- εξακολουθούν και τώρα να γίνονται, αλλά πάντοτε από το περίσσευμα). Είναι δυνατόν σήμερα ένας κοινωνικός-κοινωφελής στόχος να τύχει καθολικής αποδοχής και να υποστηριχθεί εμπράκτως από όλους; Ποιος προσφέρει εργασία χωρίς αμοιβή και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, Ποιος διαθέτει πίστη και πείσμα, όπως τότε; Ποιος νοιάζεται να κάνει έργο με προοπτική αιώνων; Φοβούμαι πως κανείς (χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου) και θα είμαι ο ευτυχέστερος αν διαψευθώ.
 
Αλλά και στην περίπτωση που δεν μπορούμε να μιμηθούμε τους προγόνους μας, είναι ελάχιστο χρέος μας να συντηρούμε και να βελτιώνουμε αυτό το μνημείο λατρείας και Τέχνης, που μας κληροδότησαν.
 
Σαν επίλογο της παρούσας μελέτης θεωρώ κατάλληλη - mutatis mutandis- τη σημείωση που υπάρχει στο κάτω μέρος του πίνακα των πρωτεργατών και των συνδρομητών της Ανάληψης, η οποία αναφέρει:
«Τοίς άνω πάσιν ευγνωμονούντες τον παρόντα πίνακα αναρτώμεν εις τιμήν, μνήμην και μίμησιν αυτών».