ΥΓΕΙΑ
Αλτσχάιμερ: Ενθαρρυντικά αποτελέσματα από την πρώτη θεραπεία γονιδιακής σίγασης
Μια νέα γενετική θεραπεία για το Αλτσχάιμερ μειώνει τα επίπεδα της επιβλαβούς πρωτεΐνης «tau» που είναι γνωστό ότι προκαλεί τη νόσο, όπως έδειξε μια κλινική δοκιμή.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα ευρήματα αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, καθώς αποδεικνύουν ότι η στόχευση της πρωτεΐνης «tau» για την επιβράδυνση, ή ενδεχομένως και την αναστροφή της νόσου, είναι εφικτή. Αξίζει να σημειωθεί ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν θεραπείες που να στοχεύουν την πρωτεΐνη tau.
Η κλινική δοκιμή πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL) και είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται η προσέγγιση της γονιδιακής σίγασης στην άνοια και τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Όπως αναφέρει το Independent, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα φάρμακο που ονομάζεται BIIB080, ένα αντινοηματικό ολιγονουκλεοτίδιο (antisense oligonucleotide), για να σιγήσει το γονίδιο που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη tau – γνωστό ως γονίδιο της πρωτεΐνης tau που σχετίζεται με τους μικροσωληνίσκους (MAPT). Αυτό εμποδίζει τη μετάφραση του γονιδίου σε πρωτεΐνη με δοσολογικό και αναστρέψιμο τρόπο. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι το φάρμακο μειώνει την παραγωγή της εν λόγω πρωτεΐνης και επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι επιστήμονες μπορούν να μεταβάλουν την ποσότητα της πρωτεΐνης tau σιγάζοντας τα μηνύματα από το DNA που φτιάχνουν την πρωτεΐνη μέσα σε κάθε κύτταρο.
«Θα χρειαστούμε περαιτέρω έρευνα για να δούμε το κατά πόσο το φάρμακο μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη των σωματικών συμπτωμάτων της νόσου και να το αξιολογήσουμε σε μεγαλύτερες ηλικίες και ομάδες ατόμων, καθώς και σε πιο διαφορετικούς πληθυσμούς» τόνισε η σύμβουλος νευρολόγος Δρ Κάθριν Μάμερι στο Εθνικό Νοσοκομείο Νευρολογίας και Νευροχειρουργικής, η οποία ηγήθηκε της κλινικής δοκιμής.
Οι ιογενείς λοιμώξεις σχετίζονται με Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον και άνοια – Τι έδειξε νέα έρευνα
Τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στο «Nature Medicine» αποτελούν την πρώτη ένδειξη ότι η μέθοδος αυτή έχει βιολογικό αποτέλεσμα.
Σαράντα έξι ασθενείς με μέση ηλικία 66 ετών συμμετείχαν στην κλινική δοκιμή που πραγματοποιήθηκε από το 2017 έως το 2020. Οι ερευνητές χορήγησαν ενδοφλέβια στο νευρικό σύστημα μέσω του σπονδυλικού σωλήνα, τρεις δόσεις του φαρμάκου. Διαπίστωσαν πως το φάρμακο ήταν καλά ανεκτό, με όλους τους ασθενείς να ολοκληρώνουν τη θεραπεία. Οι συμμετέχοντες τόσο στην ομάδα που έλαβε το φάρμακο όσο και στην ομάδα εικονικού φαρμάκου παρουσίασαν είτε ήπιες είτε μέτριες παρενέργειες. Η πιο συχνή παρενέργεια ήταν ο πονοκέφαλος μετά την ένεση.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τα επίπεδα δύο μορφών της πρωτεΐνης tau στο κεντρικό νευρικό σύστημα – έναν αξιόπιστο δείκτη της νόσου – κατά τη διάρκεια της μελέτης. Διαπίστωσαν μεγαλύτερη 50% μείωση των επιπέδων της της ολικής και της συγκέντρωσης της φωσφορικής tau στο κεντρικό νευρικό σύστημα μετά από 24 εβδομάδες στους ασθενείς που έλαβαν την υψηλότερη δόση του φαρμάκου.
Η Τάρα Σπάιρς-Τζόουνς, καθηγήτρια και αναπληρώτρια διευθύντρια του Κέντρου Κλινικών Επιστημών του Εγκεφάλου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, δήλωσε: «Είναι συναρπαστικό ότι σε αυτή τη μικρή μελέτη υπήρξε επίσης πολύ ελπιδοφόρα μείωση του tau στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό μετά τη θεραπεία».
Η Δρ Λιζ Κούλταρντ, αναπληρώτρια καθηγήτρια νευρολογίας της άνοιας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, δήλωσε: «Καθώς πρόκειται για κλινική δοκιμή φάσης 1, το μόνο που μας λέει είναι ότι το φάρμακο είναι αρκετά καλό για να το πάμε σε πλήρεις δοκιμές καθώς και ότι εμποδίζει την παραγωγή επιβλαβών πρωτεϊνών χωρίς να προκαλεί προφανείς επικίνδυνες παρενέργειες».
«Απαιτούνται μεγαλύτερες δοκιμές για να δούμε να το φάρμακο βοηθάει πραγματικά μεμονωμένους ασθενείς. Οι δοκιμές αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη. Η θεραπεία αυτή δρα σε διαφορετική πρωτεΐνη από τη λεκανεμάμπη, το φάρμακο που εγκρίθηκε πρόσφατα στις ΗΠΑ.